ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συμπιενίσκει (ρ. απρόσ.) συμbι-ενίσκει [simbieˈnisci] Φάρασ. συμbι-ενέσκει [simbieˈnesci] Φάρασ. Αόρ. συμbι-έσε [simbi'ese] Φάρασ. Πιθ. από το αρχ. ρ. συμπιέζω > συμπιάνω.
Σκοτεινιάζει : Τα πιτόβραδα σα συμbι-ενέσκει τζ̑αι 'στέρου, έρτζ̑εται κρυφά (Το βράδυ αφού νυχτώσει έρχεται κρυφά) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Το βραδύ, σα συμbι-έσε, το φίδι έβγκαλ' α δαχτυλίδι (Το βράδυ, όταν σκοτείνιασε, το φίδι έβγαλε ένα δαχτυλίδι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Τζαι τζάς συμbι-έσε, μοτό τα δώδεκα κάθισε σο τραπέζι (Και μόλις σκοτείνιασε, (ο Χριστός) έκατσε στο τραπέζι μαζί με του δώδεκα μαθητές = Ματθ. 26.20 ᾿Οψίας δὲ γενομένης ἀνέκειτο μετὰ τῶν δώδεκα) Φάρασ. -Lag.