γαντούρντημα
(ουσ. ουδ.)
γανdούρμα
[ɣanˈdurma]
Φάρασ.
Από το ρ. γαντιρντίζω, όπου και τύπ. γανdουρτάω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Η αποβολή της συλλ. -ντη- απλολογικά.
Πειθώ, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. γαντιρντίζω.