ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαντίζω (ρ.) qανdίζω [qanˈdizo] Μαλακ. κανdίζω [kanˈdizo] Φερτάκ. γανdι̂́ζω [ɣanˈdɯzo] Αξ. γανdίζου [ɣanˈdizu] Μισθ. γανdώ [ɣanˈdo] Σινασσ. qανdώ [qanˈdo] Φλογ. Αόρ. γάνd'σα [ˈɣandsa] Αξ. qάνσα [ˈqansa] Φλογ. Από το τουρκ. ρ. kanmak = α) πιστεύω, πείθομαι β) ξεγελιέμαι γ) ξεδιψώ, χορταίνω την δίψα μου. Πβ. γανά γανά
1. Πείθομαι Σινασσ., Φλογ. : Το ποζαράχ το βόιτ' qάνσεν, χωρίζεται ασ' τ' άλλ' το βόιτ' (To γκρίζο το βόδι πείσθηκε, χωρίζεται από το άλλο το βόδι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Το qαρqά qανdά, ανοίγ' το στόμα τ' να παγι̂ρτι̂́σ̑' (Το κοράκι πείθεται, ξεγελιέται, ανοίγει το στόμα του να φωνάξει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Άντον κανdίεις με, τότε να το πάρεις ντ' έναι (Αν πεισθείς σε μένα, τότε δεν γίνεται να τον πάρεις, ενν. ως σύζυγο) Φερτάκ. -Thumb
2. Ξεδιψώ, χορταίνω νερό ό.π.τ. : Το χώμα ασ' το λερό γάντσεν (Το χώμα χόρτασε από το νερό) Αξ. Πβ. γαντιρντίζω :2, Συνών. κανίζω