κάρτσα
(ουσ. θηλ.)
κάρτσα
[ˈkartsa]
Αξ.
Πιθ. υποχωρητικά από το ρ. καρτσάζω < καρτιάζω. Πβ. και Α. Θράκ. επίθ. κάρτ'ς, κάρτ'σσα, κάρτ'κο = παλαιός, υπερώριμος (< τουρκ. kart.).
Μούχλα
Συνών.
κιούφι