καρχίνι
(ουσ. ουδ.)
καρχι̂́ν'
[karˈxɯn]
Ανακ., Αξ., Σίλατ.
καργίνι
[kaˈrʝιni]
Ανακ., Σινασσ.
καργ̇ίν
[karˈɣin]
Ανακ.
καργοΐνι
[karɣoˈini]
Σινασσ.
καρχάν'
[karˈxan]
Τελμ.
καργάν'
[karˈɣan]
Τελμ.
κερχέν'
[cerˈçen]
Γούρδ.
κρεχέν'
[kreˈçen]
Φάρασ.
κρεγένι
[kreˈʝeni]
Φάρασ.
κρεγέν'
[kreˈʝen]
Φάρασ.
κιαρχούν
[carˈxun]
Μισθ.
Πληθ.
κάρχöνια
[ˈkarxøɲa]
Αξ.
κιαρχι̂́νια
[carˈxɯɲa]
Μισθ., Φλογ.
κ͑ερχι̂́νια
[kʰerˈxɯɲa]
Μισθ.
κιαργκίνια
[carˈɟiɲa]
Τελμ.
καρχούνια
[carˈxuɲa]
Τροχ.
Από το μεταγν. ουσ. κερχνίον, υποκορ. του μεταγν. κέρχνος (κέρνος) = πήλινο πιάνο πάνω στο οποίο υπήρχαν μικρά δοχεία για τις προσφορές (LSJ, λ. κέρχνος ΒΙΙΙ). Πιθ. ομόρριζο και το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kahren= ξύλινο δοχείο σε μορφή δίσκου, στο οποίο συλλέγεται το γάλα για την συγκράτηση της κρέμας (THADS, λ. kahren).
1. Πήλινο δοχείο ή πιάτο
ό.π.τ.
:
Κονώνου ντου γάλα στα κ͑ερχ̇ίνια
(Χύνω το γάλα στα πιάτα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ντιαρίν κιαρχούν
(Βαθύ πιάτο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ούλα μας ντάμα τρώιξαμ' απ’ του κιαχρίν
(Όλοι μαζί τρώγαμε από μιά πιατέλα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Οντάποιο του βουτά το χέριν σο κρεχένι, 'πέσου πέσ̑', αdζείνος ένι του 'α με δώσει σα χέρε
(Όποιου το χέρι με το οποίο βουτά στο πιάτο, πέσει μέσα (στο υγρό του πιάτου), εκείνος θα με παραδώσει (στων κακών) τα χέρια = Ματθ. 26.23 Ὁ ἐμβάψας μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίῳ τὴν χεῖρα, οὗτός με παραδώσει)
Φάρασ.
-Lag.
|| Παροιμ.
Σο χαρι-ένι έσ̑εσες, σο κρεγένι έσ̑εσες, σο πάρτσ̑ι έφτυσες· 'παπού 'πέσου 'α φας και 'παπ' 'α πεις νερό;
(Στο καζάνι έχεσες, στο πιάτο έχεσες, στο φλυτζάνι έφτυσες. Από πού μέσα θα φας κι από πού θα πιεις νερό;˙ για εκείνους που αδιαφορώντας για το συμφέρον τους, μαλώνουν με ανθρώπους που θα τους χρειαστούν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Κατά πληθ., σωρός καυσίμων και πήλινων σκευών για το ψήσιμο κεραμικών
:
Κάβ'νε τα κάρχöνια
(Καίνε τον σωρό καυσίμων και πήλινων σκευών για το ψήσιμο κεραμικών)
Αξ.
-Dawk.