κασκάρι
(ουσ. ουδ.)
κασκάρι
[kaˈskari]
Φάρασ.
κασκάρα
[kaˈskara]
Φάρασ.
κασκέρ
[kasˈcer]
Αφσάρ.
Από το αρμεν. ουσ. kaytsk’ar (կայծքար) = πυρόλιθος.
Πυρόλιθος
ό.π.τ.
:
'ποτές πηγαίνκε, ηύρε αν κασκάρι· κατέβη, πήρεν τα
(Καθώς πήγαινε, βρήκε έναν πυρόλιθο· κατέβηκε (από το άλογο), τον πήρε)
Φάρασ.
-Dawk.Boy