κασιργάς
(ουσ. αρσ.)
qαστι̂ρqάς
[qastɯrˈqas]
Φλογ.
κασουργάς
[kasurˈɣas]
Ανακ.
κασουργάζ
[kasurˈɣaz]
Τροχ.
γαστι̂ργάς
[ɣastɯrˈɣas]
Μισθ.
γασιργάς
[ɣasirˈɣas]
Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ.
γαζουργάς
[ɣazurˈɣas]
Μισθ.
γαρσϋγά
[ɣarsyˈɣa]
Ποτάμ.
γάσαργας
[ˈɣasarɣas]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. kasırga = ανεμοστρόβιλος, κυκλώνας, όπου και διαλεκτ. τύπ. gasırğa και παλαιότ. τύπ. ḳasurḳa (Nişanyan 2002- 2022, λ. kasırga).
Ανεμοστρόβιλος
ό.π.τ.
:
Τι ποίκι γασιργάς;
(Τι (ζημιά) έκανε ο ανεμοστρόβιλος;)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Αγέρας και γαρσϋγά να κάνω και να σας σκορπίσω όλους
(Aέρα και ανεμοστρόβιλο θα κάνω και θα σας σκορπίσω όλους)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Γρέφτουνι κι σο κάχι τουν δέβηνι α γασιργάς!
(Βλέπουν ότι στο πλάι τους πέρασε ένας ανεμοστρόβιλος!)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Σ̑ήμερι σ̑ήκουσι γάσαργας, ούλα τα χώματα ξέβ’κασι 'ς του Σεγός
(Σήμερα σήκωσε ανεμοστρόβιλο, όλα τα χώματα πήγανε στον Θεό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
ανεμοστρόφημα