ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κασιργάς (ουσ. αρσ.) qαστι̂ρqάς [qastɯrˈqas] Φλογ. κασουργάς [kasurˈɣas] Ανακ. κασουργάζ [kasurˈɣaz] Τροχ. γαστι̂ργάς [ɣastɯrˈɣas] Μισθ. γασιργάς [ɣasirˈɣas] Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ. γαζουργάς [ɣazurˈɣas] Μισθ. γαρσϋγά [ɣarsyˈɣa] Ποτάμ. γάσαργας [ˈɣasarɣas] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. kasırga = ανεμοστρόβιλος, κυκλώνας, όπου και διαλεκτ. τύπ. gasırğa και παλαιότ. τύπ. ḳasurḳa (Nişanyan 2002- 2022, λ. kasırga).
Ανεμοστρόβιλος ό.π.τ. : Τι ποίκι γασιργάς; (Τι (ζημιά) έκανε ο ανεμοστρόβιλος;) Μισθ. -Κωστ.Μ. Αγέρας και γαρσϋγά να κάνω και να σας σκορπίσω όλους (Aέρα και ανεμοστρόβιλο θα κάνω και θα σας σκορπίσω όλους) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Γρέφτουνι κι σο κάχι τουν δέβηνι α γασιργάς! (Βλέπουν ότι στο πλάι τους πέρασε ένας ανεμοστρόβιλος!) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Σ̑ήμερι σ̑ήκουσι γάσαργας, ούλα τα χώματα ξέβ’κασι 'ς του Σεγός (Σήμερα σήκωσε ανεμοστρόβιλο, όλα τα χώματα πήγανε στον Θεό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. ανεμοστρόφημα