ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρτσουλιέκος (ουσ. αρσ.) καρτσ̑ουλι-έκ' [kartʃuliˈek] Φάρασ. Πληθ. καρτσ̑ουλι-έγκοι [kartʃuliˈeɟi] Φάρασ. Από το αρμεν. ουσ. karšelik' = εξάμβλωμα, τέρας, είδωλο.
1. Ορεσίβιος ανθρωποφάγος δράκος : Ήρταν οι μαλλιέροι, οι ασλάνοι, οι καρτσ̑ουλιέgοι· κάτζανε 'ς σπήλο 'μbέσου (Ήρθαν τα μαλλιαρά τέρατα, τα λιοντάρια και οι ανθρωποφάγοι δράκοι· κάθισαν μέσα στην σπηλιά) Φάρασ. -Dawk. Συνών. δράκος, θεριό, Πβ. μαλλιάρης, ντέβι
2. Σαρκοφάγο θηρίο (π.χ. ύαινα, λιοντάρι, τίγρη, πάνθηρας) : || Παροιμ. Να τρως ανdί λύκος· σαμού πιαίν' τ' όργο πάλ’, ανdί καρτσ̑ουλι-έκ' ν’dα πιαις (Να τρως σαν λύκος· όταν όμως πιάνεις δουλειά, σαν πάνθηρας να την πιάνεις˙ Θα πρέπει να προσπαθείς σκληρά για να κάνεις καλά την δουλειά σου και να μπορείς να βγάζει το ψωμί σοτ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. θεριό