σόνγκρανταν
(επίρρ.)
σόνgραdαν
['soŋgradan]
Γούρδ.
σονgραdάν
[soŋgra'dan]
Τελμ.
σόναdαν
['sonadan]
Ουλαγ.
σόγναdαν
[ˈsoɣnadan]
Σεμέντρ.
Από το τουρκ. επίρρ. sonradan = αργότερα.
Σε αφηγήσεις, αργότερα, ύστερα
ό.π.τ.
:
Σόναdαν ιτσ̑ά το ρυό ντα qαρdάσ̑α ήρταν ένα τόπος
(Αργότερα αυτά τα δυο τα αδέρφια πήγαν σε έναν τόπο)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Σόνgραdαν πατισ̑άχος ντοίκισέν ντo σ’ ένα μπασ̑κά πατισ̑αχιού παιρί
(Αργότερα ο βασιλιάς την πάντρεψε με τον γιο άλλου βασιλιά)
Γούρδ.
-Dawk.