ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σόνγκρανταν (επίρρ.) σόνgραdαν ['soŋgradan] Γούρδ. σονgραdάν [soŋgra'dan] Τελμ. σόναdαν ['sonadan] Ουλαγ. σόγναdαν [ˈsoɣnadan] Σεμέντρ. Από το τουρκ. επίρρ. sonradan = αργότερα.
Σε αφηγήσεις, αργότερα, ύστερα ό.π.τ. : Σόναdαν ιτσ̑ά το ρυό ντα qαρdάσ̑α ήρταν ένα τόπος (Αργότερα αυτά τα δυο τα αδέρφια πήγαν σε έναν τόπο) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Σόνgραdαν πατισ̑άχος ντοίκισέν ντo σ’ ένα μπασ̑κά πατισ̑αχιού παιρί (Αργότερα ο βασιλιάς την πάντρεψε με τον γιο άλλου βασιλιά) Γούρδ. -Dawk.