σονέρτσες
(ουσ. θηλ.)
σ̑ονέρτσες
[ʃoˈnertses]
Φάρασ.
Πιθ. από το ουσ. χιόνι, όπου και τύπ. σ̑όνι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίστρα, με μετάθ. υγρού (Ανδριώτης 1948: 69). Η λ. χιονίστρα με τη σημ. ‘είδος φυτού δηλητηριώδους’ σε πολλές ν.ε. διαλεκτ. ποικιλίες.
Άσπρα αγριολούλουδα
Φάρασ.