ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σονέρτσες (ουσ. θηλ.) σ̑ονέρτσες [ʃoˈnertses] Φάρασ. Πιθ. από το ουσ. χιόνι, όπου και τύπ. σ̑όνι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίστρα, με μετάθ. υγρού (Ανδριώτης 1948: 69). Η λ. χιονίστρα με τη σημ. ‘είδος φυτού δηλητηριώδους’ σε πολλές ν.ε. διαλεκτ. ποικιλίες.
Άσπρα αγριολούλουδα Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 27/02/2025