τσονάρι
(ουσ. ουδ.)
τσονάρ'
[tsoˈnar]
Αξ., Φλογ.
Θηλ.
τσονάρα
[tsoˈnara]
Μαλακ.
Πληθ.
τσονάρια
[tsoˈnarʝa]
Αξ.
τσονάρις
[tsoˈnaris]
Μαλακ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. από το αρχ. ουσ. κυνάρα = α) είδος αγκαθιού β) κυνόσβατος = 1. κάππαρη 2. σμίλαξ τραχεία, βλ. και αρχ. ουσ. κύων με την ίδια σημ. Πιθ. από εκεί και το τουρκ. ουσ. çınar = α) πλάτανος β) διαλεκτ. δεσποτάκι γ) διαλεκτ., πεύκο δ) διαλεκτ., ακακία. Πβ. και ποντ. τσουρανέα = είδος θάμνου που παράγει εδώδιμο καρπό.
Το φυτό φλόμος που χρησίμευε ως καύσιμη ύλη
ό.π.τ.