ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσονάρι (ουσ. ουδ.) τσονάρ' [tsoˈnar] Αξ., Φλογ. Θηλ. τσονάρα [tsoˈnara] Μαλακ. Πληθ. τσονάρια [tsoˈnarʝa] Αξ. τσονάρις [tsoˈnaris] Μαλακ. Αγν. ετύμ. Πιθ. από το αρχ. ουσ. κυνάρα = α) είδος αγκαθιού β) κυνόσβατος = 1. κάππαρη 2. σμίλαξ τραχεία, βλ. και αρχ. ουσ. κύων με την ίδια σημ. Πιθ. από εκεί και το τουρκ. ουσ. çınar = α) πλάτανος β) διαλεκτ. δεσποτάκι γ) διαλεκτ., πεύκο δ) διαλεκτ., ακακία. Πβ. και ποντ. τσουρανέα = είδος θάμνου που παράγει εδώδιμο καρπό.
Το φυτό φλόμος που χρησίμευε ως καύσιμη ύλη ό.π.τ.