ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χουβαρντάς (επίθ.) χοβαρντάς [xovarˈdas] Φάρασ. χουβαρντάς [xuvarˈdas] Μισθ. χοβαρντάροι [xovarˈdari] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. hovarda = α) σπάταλος, άσωτος β) γενναιόδωρος γ) ακόλαστος, μοιχός
1. Ακόλαστος παλιάνθρωπος Σίλ. : Παγαίνει πουλά τση τους χουβαρντάροι πέdι λίρες (Πηγαίνει την πουλάει στους παλιανθρώπους για 5 λίρες) Σίλ. -Κωστ.Σ.
2. Μοιχός Φάρασ.
3. Γενναιόδωρος Μισθ., Φάρασ. : || Παροιμ. Μο 'ς χώτας το gετσ̑έ φτένεις το χουβαρντά (Με ξένη σακκούλα μην κάνεις τον γενναιόδωρο˙ Για όποιον ξοδεύει τα χρήματα άλλων) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.