χουβαρντάς
(επίθ.)
χοβαρντάς
[xovarˈdas]
Φάρασ.
χουβαρντάς
[xuvarˈdas]
Μισθ.
χοβαρντάροι
[xovarˈdari]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. hovarda = α) σπάταλος, άσωτος β) γενναιόδωρος γ) ακόλαστος, μοιχός
1. Ακόλαστος παλιάνθρωπος
Σίλ.
:
Παγαίνει πουλά τση τους χουβαρντάροι πέdι λίρες
(Πηγαίνει την πουλάει στους παλιανθρώπους για 5 λίρες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
2. Μοιχός
Φάρασ.
3. Γενναιόδωρος
Μισθ., Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Μο 'ς χώτας το gετσ̑έ φτένεις το χουβαρντά
(Με ξένη σακκούλα μην κάνεις τον γενναιόδωρο˙ Για όποιον ξοδεύει τα χρήματα άλλων)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.