ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χούι (ουσ. ουδ.) χούι [ˈxui] Μισθ., Σατ., Σινασσ., Φάρασ. χούιν [ˈxuin] Φάρασ. χούγι [ˈxuʝi] Αξ. Πληθ. χούε [ˈxue] Φάρασ. χούια [ˈxuia] Μισθ. χούγια [ˈxuʝa] Σινασσ. Από το τουρκ. huy (< περσ.).
Η συνήθεια, κυρίως η ενοχλητική, το ελάττωμα ό.π.τ. : Πίσια χούια έχ̑’ (άσχημες συνήθειες έχει) Μισθ. -Κοτσαν. Με ατό ο παπά Νικόλας είσιν αν μιτσίκο χούι: τζάπου να βρισκούτουν, σο μεϊτάνι για σην εκκλεσία μπέσου βρίσκιν κάμα, χελέ τις ’ναίτσες (μα ο παπά Νικόλας είχε ένα μικρό ελάττωμα. Όπου και να βρισκόταν στο ύπαιθρο ή στην εκκλησία μέσα, έβριζε άσκημα, κυρίως τις γυναίκες) Σατ. -Παπαδ. Ανάθεμα ετά τα χούγια σ' (Ανάθεμα αυτά τα χούγια σου!) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Φρ. Τον ντόστη σου ’γάπα τα μο τα χούε του (τον φίλο σου αγάπα τον με τα ελαττώματά του˙ αποδεχόμαστε τους φίλους μας με τις αρετές και τα ελαττώματά τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Το στσ̑υλί το τούιν ντου ’άζει, το χούιν ντου τζ̑o ’άζει τα (το σκυλί την τρίχα του αλλάζει, την συνήθειά του δεν την αλλάζει˙ για το αμετάβλητο του χαρακτήρα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Λύκος το τ͑ούγι τ’ μεταλλάζ̑’ , το χούγι τ’ ντέν ντο μεταλλάζ̑ (ο λύκος την τρίχα του αλλάζει, την συνήθειά του δεν την αλλάζει˙ για το αμετάβλητο του χαρακτήρα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αλιστούρτημα, αντέτι