ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χούι (ουσ. ουδ.) χούι [ˈxui] Μισθ., Σατ., Σινασσ., Φάρασ. χούιν [ˈxuin] Φάρασ. χούγι [ˈxuʝi] Αξ. Πληθ. χούε [ˈxue] Φάρασ. χούια [ˈxuia] Μισθ. χούγια [ˈxuʝa] Σινασσ. Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. huy.
Ενοχλητική συνήθεια, ελάττωμα ό.π.τ. : Πίσια χούια έχ̑’ (Άσχημες συνήθειες έχει) Μισθ. -Κοτσαν. Είσ̑ιν αν μιτσίκκο χούι: τζάπου να βρισκούτουν, σο μεϊτάνι για σην εκκλεσία μπέσου βρίσκιν κάμα (Είχε ένα μικρό ελάττωμα: όπου και να βρισκόταν, στο ύπαιθρο ή στην εκκλησία μέσα, έβριζε άσκημα) Σατ. -Παπαδ. Ανάθεμα ετά τα χούγια σ' (Ανάθεμα αυτά τα χούγια σου!) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Φρ. Τον ντόστη σου ’γάπα τα μο τα χούε του (Τον φίλο σου αγάπα τον με τα ελαττώματά του˙ αποδεχόμαστε τους φίλους μας με τις αρετές και τα ελαττώματά τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Το στσ̑υλί το τούιν ντου ’άζει, το χούιν ντου τζ̑o ’άζει τα (Το σκυλί το τρίχωμά του αλλάζει, την συνήθειά του δεν την αλλάζει˙ για το αμετάβλητο του χαρακτήρα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Λύκος το τ͑ούγι τ’ μεταλλάζ̑’, το χούγι τ’ ντέν ντο μεταλλάζ̑' (Ο λύκος το τρίχωμά του αλλάζει, την συνήθειά του δεν την αλλάζει˙ το ίδιο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αλιστούρτημα, αντέτι