χούι
(ουσ. ουδ.)
χούι
[ˈxui]
Μισθ., Σατ., Σινασσ., Φάρασ.
χούιν
[ˈxuin]
Φάρασ.
χούγι
[ˈxuʝi]
Αξ.
Πληθ.
χούε
[ˈxue]
Φάρασ.
χούια
[ˈxuia]
Μισθ.
χούγια
[ˈxuʝa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. huy (< περσ.).
Η συνήθεια, κυρίως η ενοχλητική, το ελάττωμα
ό.π.τ.
:
Πίσια χούια έχ̑’
(άσχημες συνήθειες έχει)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Με ατό ο παπά Νικόλας είσιν αν μιτσίκο χούι: τζάπου να βρισκούτουν, σο μεϊτάνι για σην εκκλεσία μπέσου βρίσκιν κάμα, χελέ τις ’ναίτσες
(μα ο παπά Νικόλας είχε ένα μικρό ελάττωμα. Όπου και να βρισκόταν στο ύπαιθρο ή στην εκκλησία μέσα, έβριζε άσκημα, κυρίως τις γυναίκες)
Σατ.
-Παπαδ.
Ανάθεμα ετά τα χούγια σ'
(Ανάθεμα αυτά τα χούγια σου!)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Τον ντόστη σου ’γάπα τα μο τα χούε του
(τον φίλο σου αγάπα τον με τα ελαττώματά του˙ αποδεχόμαστε τους φίλους μας με τις αρετές και τα ελαττώματά τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Το στσ̑υλί το τούιν ντου ’άζει, το χούιν ντου τζ̑o ’άζει τα
(το σκυλί την τρίχα του αλλάζει, την συνήθειά του δεν την αλλάζει˙ για το αμετάβλητο του χαρακτήρα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Λύκος το τ͑ούγι τ’ μεταλλάζ̑’ , το χούγι τ’ ντέν ντο μεταλλάζ̑
(ο λύκος την τρίχα του αλλάζει, την συνήθειά του δεν την αλλάζει˙ για το αμετάβλητο του χαρακτήρα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αλιστούρτημα, αντέτι