χουλιαριά
(ουσ. θηλ.)
χουλιαριά
[xuʎaˈrʝa]
Μαλακ., Σίλ., Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. χουλαριά (βλ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ουσ. χουλιάρι με παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Ποσότητα που χωράει στο χουλιάρι, κουταλιά
ό.π.τ.
:
Μια χουλιαριά φάημα
(μιά κουταλιά φαγητό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Θες ένα χουλιαριά να έρτουν τα ψ̑υχά να φάνε
(Βάλε μια κουταλιά να έρθουν οι ψυχές να φάνε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812