ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χουλιαριά (ουσ. θηλ.) χουλιαριά [xuʎaˈrʝa] Μαλακ., Σίλ., Φλογ. Από το νεότ. ουσ. χουλαριά (βλ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ουσ. χουλιάρι με παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Ποσότητα που χωράει στο χουλιάρι, κουταλιά ό.π.τ. : Μια χουλιαριά φάημα (μιά κουταλιά φαγητό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Θες ένα χουλιαριά να έρτουν τα ψ̑υχά να φάνε (Βάλε μια κουταλιά να έρθουν οι ψυχές να φάνε) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812