χουρνάζ
(επίθ.)
χουρνάζ
[xurˈnaz]
Αξ.
Από το τουρκ. επίθ. kurnaz = πανέξυπνος ή παμπόνηρος.
Αυτός που κόβει το μυαλό του, ξύπνιος προς πονηρός
Συνών.
αλεπίκα :1, σινετζέ, τσαντέρης :2, Αντίθ
αβανάκος, αγναμάζης, ακιλσούζης
Τροποποιήθηκε: 13/11/2025