χουλιαρόκκο
(ουσ. ουδ.)
χουλιερόκκου
[xuʎeˈrok:u]
Από το ουσ. χουλιάρι, όπου και τύπ. χουλιέρι με παραγωγ. επίθμ. -όκκο > -όκκου.
Κουταλάκι
Φάρασ.