χουζούρι
(ουσ. ουδ.)
χουζούρι
[xuˈzuri]
Φάρασ.
χουζούρ'
[xuˈzur]
Αξ., Μαλακ.
Από το νεότ. ουσ. χουζούρι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. huzur = α) ηρεμία, παρουσία β) ως επίρρ., ενώπιον.
1. Άνεση, ησυχία, βολή
ό.π.τ.
:
Στέρου φά' με μο το χουζούρι σου
(έπειτα με τρως με την ησυχία σου· )
Φάρασ.
-Παπαδ.
2. Σε φρ. με την επιρρ. σημ. ενώπιον
Αξ., Φάρασ.
:
Ήρτε η κόρη του τσ̑αι ο γαμbρός του σου βασιλό το χουζούρι
(η κόρη του και ο γαμπρός του παρουσιάστηκαν ενώπιον του βασιλιά)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Φρ.
Παίνω στο χουζούρ'
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αγνέντα, κοντά