ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χουζούρι (ουσ. ουδ.) χουζούρι [xuˈzuri] Φάρασ. χουζούρ' [xuˈzur] Αξ., Μαλακ. Από το νεότ. ουσ. χουζούρι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. huzur = α) ηρεμία, παρουσία β) ως επίρρ., ενώπιον.
1. Άνεση, ησυχία, βολή ό.π.τ. : Στέρου φά' με μο το χουζούρι σου (έπειτα με τρως με την ησυχία σου· ) Φάρασ. -Παπαδ.
2. Σε φρ. με την επιρρ. σημ. ενώπιον Αξ., Φάρασ. : Ήρτε η κόρη του τσ̑αι ο γαμbρός του σου βασιλό το χουζούρι (η κόρη του και ο γαμπρός του παρουσιάστηκαν ενώπιον του βασιλιά) Φάρασ. -Dawk. || Φρ. Παίνω στο χουζούρ' Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αγνέντα, κοντά