χουτσούμι
(ουσ. ουδ.)
χουτσ̑ούμι
[xuˈtʃumi]
Φάρασ.
χουdζούκι
[xuˈdzuci]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. χουτζούμι = επίθεση, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hücum = επίθεση.
Επίθεση, εφόρμηση
Φάρασ.
:
Σου Απρίλη τα ένdεκα-δώδεκα ποίκανε οι Τούρτζ̑οι χουdζούκι
(Στις 11 ή 12 Απριλίου έκαναν οι Τούρκοι επίθεση)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
χοβλάτημα :1