ναμουσούζης
(επίθ.)
ναμουσ-σούζης
[namusˈsuzis]
Φάρασ.
ναμουσούζ
[namuˈsuz]
Μισθ.
ναμουσ-σούζι
[namusˈsuzi]
Φάρασ.
Θηλ.
ναμουσ-σούζa
[namusˈsuza]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. namussuz = α) ξεδιάντροπος β) άτιμος.
Ξεδιάντροπος
ό.π.τ.