ναμουσούζης
(επίθ.)
ναμουσ-σούζης
[namusˈsuzis]
Φάρασ.
ναμουσούζ'
[namuˈsuz]
Αξ., Μισθ.
ναμουσ-σούζι
[namusˈsuzi]
Φάρασ.
Θηλ.
ναμουσ-σούζa
[namusˈsuza]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. namussuz = α) ξεδιάντροπος β) άτιμος.
Τροποποιήθηκε: 02/08/2025