ναμουσλούς
(επίθ.)
ναμουσλούς
[namuzˈlus]
Σίλ., Φάρασ.
Θηλ.
ναμουσλούσα
[namuzˈlusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. namuslu = έντιμος, αξιοπρεπής.
Σεμνός, ντροπαλός
ό.π.τ.
:
Ήτουν τζ̑αι α νύφη σο χωρίο μας, πολύ ναμουσλούς, χετς τζ̑ο τρώγκιν μο τα 'πομεινά ντάμα!
(Ήταν και μιά νύφη στο χωριό μας, πολύ σεμνή, ποτέ δεν έτρωγε μαζί με τους άλλους!)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ναμουσλούς έ’
(Τίμιος είναι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6