ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ναμουσλούς (επίθ.) ναμουσλούς [namuzˈlus] Σίλ., Φάρασ. Θηλ. ναμουσλούσα [namuzˈlusa] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. namuslu = έντιμος, αξιοπρεπής.
Σεμνός, ντροπαλός ό.π.τ. : Ήτουν τζ̑αι α νύφη σο χωρίο μας, πολύ ναμουσλούς, χετς τζ̑ο τρώγκιν μο τα 'πομεινά ντάμα! (Ήταν και μιά νύφη στο χωριό μας, πολύ σεμνή, ποτέ δεν έτρωγε μαζί με τους άλλους!) Φάρασ. -Παπαδ. Ναμουσλούς έ’ (Τίμιος είναι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6