νασίπι
(ουσ. ουδ.)
νασίπ
[naˈsip]
Αξ.
νασίπι
[naˈsipi]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. νασίπι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. nasip = α) μερίδιο, κλήρος β) τύχη, πεπρωμένο.
Τύχη
ό.π.τ.
:
Ας πάμ' ας αραdι̂́σουμ' νασίπ
(Ας πάμε να βρούμε την τύχη (ενν. μας))
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.