ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νασίπι (ουσ. ουδ.) νασίπι [naˈsipi] Φάρασ. νασίπ' [naˈsip] Αξ. Από το νεότ. ουσ. νασίπι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. nasip = α) μερίδιο, κλήρος β) τύχη, πεπρωμένο.
Τύχη ό.π.τ. : Ας πάμ' ας αραdι̂́σουμ' νασίπ' (Ας πάμε να βρούμε την τύχη (ενν. μας)) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
Τροποποιήθηκε: 06/05/2025