ναργιλές
(ουσ. αρσ.)
ναργιλές
[narʝiˈles]
Φάρασ.
νερκιλές
[nerciˈles]
Φάρασ.
να̈ρκιλα̈́ς
[nærˈciˈlæs]
Αφσάρ.
Πληθ.
νεργιλέδια
[nerʝiˈleðʝa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. nargile, όπου και διαλεκτ. τύπ. nergile.
Ναργιλές
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025