ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βιλαέτι (ουσ. ουδ.) βιλαέτ͑ι [vilaˈetʰi] Αφσάρ., Σινασσ. βιλεέτ͑ι [vileˈetʰi] Φάρασ. βιλαγέτ [vilaˈʝet] Γούρδ., κ.α. Από το νεότ. ουσ. βιλαέτι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. vilayet = α) επαρχία β) νομαρχία, όπου και διαλεκτ. τύπ. vileyet.
Βιλαέτι, επαρχία ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024