βιλαέτι
(ουσ. ουδ.)
βιλαέτ͑ι
[vilaˈetʰi]
Αφσάρ., Σινασσ.
βιλεέτ͑ι
[vileˈetʰi]
Φάρασ.
βιλαγέτ
[vilaˈʝet]
Γούρδ., κ.α.
Από το νεότ. ουσ. βιλαέτι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. vilayet = α) επαρχία β) νομαρχία, όπου και διαλεκτ. τύπ. vileyet.
Βιλαέτι, επαρχία
ό.π.τ.