βενέτωμα
(ουσ. ουδ.)
βενέτωμα
[veˈnetoma]
κ.α., Σινασσ., Φάρασ.
Από το ρ. βενετώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Το να γίνει κάποιος ή κάτι γαλάζιος ή μελανός