βέκι
(ουσ. ουδ.)
βέκι
[ˈveci]
Φάρασ.
Πληθ.
βέκια
[ˈveca]
Φάρασ.
βέκε
[ˈvece]
Φάρασ.
Από το αρμεν. ουσ. վեգ (veg) = αστράγαλος ή ζάρι.
Ζάρι
:
Εδώ να παίξωμε σα βέκε
(Τώρα ας παίξουμε ζάρια)
Φάρασ.
-Grég.
Μπασ̑λάτ'σαν να παίξουν σα βέκια
(Άρχισαν να παίζουν ζάρια)
Φάρασ.
-Dawk.
Συ τίς είσαι να κονdείς μπρο; Νόμας τα ’δέ το βέκι
(Εσύ ποιος είσαι που θα ρίξεις πρώτος; Δώσ' μου εδώ το ζάρι)
Φάρασ.
-Dawk.
Πήρε σα σ̑έρε του τα βέκε
(Πήρε στα χέρια του τα ζάρια)
Φάρασ.
-Dawk.