ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βέκι (ουσ. ουδ.) βέκι [ˈveci] Φάρασ. Πληθ. βέκια [ˈveca] Φάρασ. βέκε [ˈvece] Φάρασ. Από το αρμεν. ουσ. վեգ (veg) = αστράγαλος ή ζάρι.
Ζάρι : Εδώ να παίξωμε σα βέκε (Τώρα ας παίξουμε ζάρια) Φάρασ. -Grég. Μπασ̑λάτ'σαν να παίξουν σα βέκια (Άρχισαν να παίζουν ζάρια) Φάρασ. -Dawk. Συ τίς είσαι να κονdείς μπρο; Νόμας τα ’δέ το βέκι (Εσύ ποιος είσαι που θα ρίξεις πρώτος; Δώσ' μου εδώ το ζάρι) Φάρασ. -Dawk. Πήρε σα σ̑έρε του τα βέκε (Πήρε στα χέρια του τα ζάρια) Φάρασ. -Dawk.