βενετίτσικος
(επίθ.)
βενετίσ̑κο
[veneˈtiʃko]
Αξ.
Από το επίθ. βένετος και το παραγωγ. επιθμ. -ίτσικος, όπου και τύπ. -ίσ̑κο.
Πολύ γαλάζιος