χάραμα
(ουσ. ουδ.)
χάραμα
['xarama]
Μισθ.
Πληθ.
χαράγματα
[xaˈraɣmata]
Ποτάμ.
χαράματα
[xaˈramata]
Γούρδ., Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. χάραμα, το οπ. από το αρχ. ουσ. χάραγμα.
Αυγή, ξημερώματα
ό.π.τ.
:
Κοιμούμαι αψά και σηκούμαι πάλ' αψά στα χαράματα
(Κοιμάμαι νωρίς και σηκώνομαι πάλι νωρίς τα χαράματα)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Σαν την χωριού λελή ντέλεσαι ας του Θεού τα χαράματα ως τ' άγρια τα νύχτες, χωριού κλωθού!
(Σαν την τρελή του χωριού περιφέρεσαι από τα χαράματα του Θεού ως την άγρια νύχτα, γυρίστρα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
αυγή, φώτισμα, αυγίτσα