χαπάνι (II)
(ουσ. ουδ.)
χαπ͑άνι
[xaˈpʰani]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kapan = καταπακτή, όπου και τύπ. hapan = χώρος, ανοικτός ή στεγασμένος, όπου όπου πωλούνται σιτηρά και λαχανικά.
Μεγάλος άνοιγμα στο δάπεδο του σπιτιού για την αποθήκευση σιτηρών
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025