χαπάνι (II)
(ουσ. ουδ.)
χαπ͑άνι
[xaˈpʰani]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kapan = καταπακτή (THADS, λ. kapan III).
Μεγάλος άνοιγμα στο δάπεδο του σπιτιού για την αποθήκευση σιτηρών
ό.π.τ.