ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαπάνι (II) (ουσ. ουδ.) χαπ͑άνι [xaˈpʰani] Αφσάρ., Τσουχούρ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kapan = καταπακτή (THADS, λ. kapan III).
Μεγάλος άνοιγμα στο δάπεδο του σπιτιού για την αποθήκευση σιτηρών ό.π.τ.