ώμος
(ουσ.)
ώμους
[ˈomus]
Σίλ.
ωμούς
[oˈmus]
Φερτάκ.
ωμούζιν
[oˈmuzin]
Σίλ.
ωμούζι
[oˈmuzi]
Ανακ., Σίλ.
ωμούζι
[oˈmuzi]
Ανακ., Δίλ., Σίλατ., Σίλ., Φλογ.
ωμούδ'
[oˈmuð]
Ανακ.
νώμος
[ˈnomos]
Σινασσ., Φάρασ.
νώμους
[ˈnomus]
Φκόσ.
Πληθ.
ωμούζια
[oˈmuzʝa]
Μπέηκ., Σίλ., Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. ὦμος. O τύπ. νώμος μεσν., με αρκτ. [n] από συμπροφ. με το αρσ. άρθρ. και μετακινήση των ορίων των μορφημάτων. Οι υπόλοιποι τύπ. είναι αντιδάν. από το τουρκ. ουσ. omuz = ώμος. Ο τύπ. ωμούδ' από επανανάλυση του ομούζ ως υποκορ. με το επίθμ. -ούδι. Με σημ. «το τμήμα της διχάλας αμπελιού, διακλάδωση» μεσν.
1. Ώμος
ό.π.τ.
:
Ωμούζι μου πονεί
(Πονά ο ώμος μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τ' ωμούζ' μας πόνεσεν να κουβαλήσουμ' νερό
(Ο ώμος μας πόνεσε να κουβαλάμε νερό)
Σίλατ.
-ΙΛΝΕ 812
Παίρισ̑κεν σα ωμούζια τ΄ ένα χέρεπεσι γιομωμένο σταφίδες στόναν το μάτι τ’ και σιμίτια στ' άλλο το μάτι
(Έπαιρνε στους ώμους τις ένα μικρό δισάκκι γεμισμένο σταφίδες στον ένα το σάκκο και κουλούρια στον άλλο το σάκκο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
δισώμι
2. Κλώνος δέντρου
Φάρασ., Φκόσ.
:
Σείσε τις νώμοι τζαι μεις να σωρέψουμε
(Τίναξε τα κλαδιά κι εμείς θα τα μαζέψουμε, ενν. τα αχλάδια που θα πέσουν)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Το σ̑ειμό τσ̑ιπ του μεϊβαδίουν οι νώμοι τσακώθαν
(Το χειμώνα όλα τα κλαδιά των οπωροφόρων δέντρων έσπασαν)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Φρ.
'σ' το νώμο θάλι ξείλτσε;
(Απ' το κλαδί πέτρα έπεσε;˙ Για όσους ανησυχούν υπερβολικά και άδικα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Έχω α χαβάχι, χα̈́ρ ο νώμος του έσ̑ει δώδεκα φύα
(Έχω μία λεύκα, κάθε κλαδί της έχει δώδεκα φύλλα˙ Τα Δώδεκα Ευαγγέλια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
μπουντάκ, ντάλι