-ώνω
(επίθμ.)
-ώνω
[-ˈono]
Καππ., Κίσκ., Σίλ., Φάρασ., Φκόσ.
-ώνου
[-ˈonu]
Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τσαρικ., Φάρασ.
-ώου
[-ˈou]
Φάρασ.
Μεταγν. επίθμ. -ώνω από μεταπλ. των αρχ. μετονομ. ρηματ. επιθμ. -ννυμι και -ῶ (< -όω), με βάση το συνοπτ. θ. -ωσ- (Κατσούδα 2007: 75-80).
1. Μετονομ. επίθμ. για τον σχηματ. ρ. τα οποία δηλώνουν ότι το υποκείκενο εκτελεί την ενέργεια ή περιέρχεται στην κατάσταση που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη
ό.π.τ.
:
αρμώνω
(κλείνω, σφαλώ)
Φερτάκ., Ουλαγ.
κουλουρώνω
(κλείνω)
Σίλ.
κουκρώνω
(αφρίζω)
Φάρασ.
αλευρώνω
(αλευρώνω)
Μισθ., Φάρασ.
μακαρτώνω
(προσθέτω μακάρτι στο γάλα)
Φάρασ., Σινασσ., Ανακ., Φκόσ.
ξερώνω
(ξεραίνομαι)
Φάρασ., Μαλακ., Σινασσ., Φερτάκ., Ουλαγ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ανακ., Σίλατ.
σφαλώνω
(κλείνω)
Φάρασ., Κίσκ.
σαραντώνω
(για βρέφη και λεχώνες, σαραντίζω)
Μισθ., Φάρασ., Μαλακ., Σίλ., Αξ., Δίλ.
Συνών.
-αίνω :2, -εύω :1
2. Επίθμ. για την προσαρμογή τουρκ. δάν.
Σινασσ., Φάρασ.
:
αγλατώνω
(επαλείφω)
Φάρασ.
μποσλατώνω
(εγκαταλείπω κάποιον)
Φάρασ.
χαπατώνω
(κλείνω)
Σινασσ.
Συνών.
-εύω :2, -ιάζω :3, -ίζω :4