ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-ιάζω (επίθμ.) -ιάζω [-ˈçazo] Αξ., Σινασσ., Φλογ. -ιάζω [-ˈʝazo] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. -ιάζω [-ˈɲazo] Ανακ., Αξ., Σίλ. -ιάζω [-ˈazo] Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Φλογ. -άζω [-ˈazo] Αξ., Αραβαν., Γούρδ. -ιάζου [-ˈçazu] Μισθ. -ιάζου [-ˈʝazu] Μισθ., Σίλ. -ιάζου [-ˈazu] Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ. -άζου [-ˈazu] Μισθ. -ι-έζω [-iˈezo] Αφσάρ., Φάρασ. -ιέζου [-ˈʝezu] Φάρασ. Αρχ. επίθμ. -ιάζω. Για το -ι-έζω στα Φάρασα πβ. Ανδριώτης (1948: 17).
1. Μετονομ. επίθμ. για τον σχηματισμ. ρ. τα οποία δηλώνουν ότι το υποκείμενο κάνει αυτό το οπ. συνεπάγεται αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη ό.π.τ. : ανασονιάζω (αρτύω με ανασόνι) Σινασσ. αστιμαριάζω (σκάβω με την σκαπάνη) Αξ. γαϊτιάζω (συγκεντρώνω προμήθειες) Σινασσ. γομιάζω (γεμίζω κάτι με κάτι άλλο) Σίλ. ζυγιάζω (ζυγίζω) Μισθ., Μαλακ., Σινασσ., Σίλ., Φλογ., Αραβαν., Γούρδ. προζυμιάζω (αυξάνω την ποσότητα της μαγιάς) Αξ., Ανακ. τρυφεριάζω (κάνω κάτι μαλακό και υγρό) Μισθ. ψελιάζω (λεπταίνω κάτι) Μαλακ. Πβ. -ίζω, -λαντίζω, -ώνω
2. Μετονομ. επίθμ. για τον σχηματισμ. ρ. τα οποία δηλώνουν ότι το υποκείμενο γίνεται αυτό το οπ. συνεπάγεται αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη ή περιέρχεται στην ανάλογη κατάσταση Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ. : γαζαλιέζω (για φύλλα, κιτρινίζω και πέφτω) Φάρασ. γανιάζω (διψώ) Σινασσ. βενετιάζω (μελανιάζω από τα χτυπήματα) Φλογ. βολονιάζω (ανατριχιάζω) Σίλ. καινουργιάζω (γίνομαι καινούργιος) Μισθ. μικριάζω (μικραίνω) Φλογ. σκωλεκιαριάζω (σκουληκιάζω) Αξ. Πβ. -αίνω :2, -λαντίζω, -ώνω
3. Επίθμ. για την προσαρμογή τουρκ. δάν. ρ. Αφσάρ., Φάρασ. : ουμντιέζω (προσδοκώ, περιμένω) Αφσάρ. τικτιέζω (στήνω όρθιο) Φάρασ. Πβ. -εύω, -ίζω, -ώνω