-ιά (II)
(επίθμ.)
-ία
[-ˈia]
Φάρασ.
-ιά
[-ˈʝa]
Καππ., Σίλ.
-ιά
[-ˈça]
Ανακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
-ιά
[-ˈɲa]
Μαλακ., Μισθ.
-ιά
[-ˈa]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
-ά
[-ˈa]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Σίλ.
Αρχ. επίθμ. -ία/-ιά, η συνίζ. ήδη μεσν. (για το αρχ. οξύτονο επίθμ. -ιά βλ. Lühr 2008: 238).
1. Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. θηλ. ουσ. τα οποία δηλώνουν την πράξη που γίνεται από αυτόν ή μέσω αυτού που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
:
ζητιανιά
(επαιτεία)
Μισθ.
ματιά
(ματιά)
Σίλ.
Συνών.
-λίκι :1
2. Μεταρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. θηλ. ουσ. τα οποία δηλώνουν το αποτέλεσμα της πράξης που δηλώνεται από την πρωτότυπη λέξη
ό.π.τ.
:
βαρωσιά
(δυσφορία)
Σίλ.
ποντισία
(κατακλυσμός)
Φάρασ.
τσιλιά
(κουτσουλιά)
Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ., Ανακ., Δίλ.
Συνών.
-μα, -σιμο
3. Επίθμ. για τον σχηματ. θηλ. ουσ. τα οποία δηλώνουν οντότητα ή κατάσταση με κάποιο από τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη
Καππ., Φάρασ.
:
αμμουδιά
(αμμώδης όχθη ή παραλία)
Καππ.
βαροχειμωνιά
(βαρυχειμωνιά)
Σινασσ.
κερατιά
(κερασφόρο πρόβατο)
Ανακ.
ξαστρία
(ξαστεριά)
Φάρασ.
ορταχιά
(κολληγιά)
Ανακ.
σκοτεινία
(σκοτάδι)
Φάρασ.
Συνών.
-άδα, -άδι, -ούδι