ολημεριώς
(επίρρ.)
ολημεριώς
[olimeˈrʝos]
Ανακ., Ποτάμ.
'λημεριώς
[limeˈrʝos]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ.
'λ'μεριώς
[lmeˈrʝos]
Αξ.
'λ'μεριώζ
[lmeˈrʝoz]
Αξ.
ελ'μεριώς
[elmeˈrʝos]
Ουλαγ., Φλογ.
ελ'μεριώζ
[elmeˈrʝoz]
Φλογ.
'λημοριώς
[limoˈrʝos]
Σίλ.
'λημοδιώς
[limoˈðʝos]
Σίλ.
τολημεριώ
[tolimeˈrʝo]
Ποτάμ.
τολ’μεριώς
[tolmeˈrʝos]
Αξ.
τελεμεριώς
[telemeˈrʝos]
Μισθ.
ολημεριάς
[olimeˈrʝas]
Τελμ.
ολομεριές
[olomeˈrʝes]
Τελμ.
Από το αρχ. επίρρ. ὁλημερίς αναλογ. κατά τα βραδιώς και μεριώς (βλ. λ. ημέρα). Oι τύπ. με αρκτ. [t] λόγω συνεκφοράς με αντωνυμικούς τύπους ή με το οριστ. άρθρ. Για το τέρμα -ιάς στον τύπ. ολημεριάς πβ. μεσν. ἀλλημεριά = ξεχωριστή μέρα, γιορτή.
1. Κατά την διάρκεια της ημερας, την ημέρα σε αντίθεση με τη νύχτα
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Τελμ., Φλογ.
:
Τελεμεριώς χιώρειναμ' τσι νύχτα τσοιμώδουμιστι
(Την ημέρα δουλεύαμε, τη νύχτα κοιμόμασταν)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'λ'μεριώζ' ν' ακούμ'
(Είναι ακόμα μέρα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σε σ' κατεβάσ' νια μουσ̑ά, τα άστρα σε τα ριεις 'λημοριώς
(Θα σου κατεβάσω μιά γροθιά που θα δεις αστράκια την μέρα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ελμεριώζ σο γιαζί και νύχτα σο κλωθάρα
(Tην ημέρα στο χωράφι και τη νύχτα στη ρόκα, ενν. οι γυναίκες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Φρ.
Νύχτα 'λημοριώς
(Νύχτα μέρα˙ Μέρα νύχτα, συνεχώς)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τολ’μεριώς γυρίζ̑’, το βράγυ κοσ̑κινίζ̑’
(Την μέρα γυρίζει, το βράδυ κοσκινίζει˙ για τις γυναίκες που συνεχώς γυρίζουν αδιαφορώντας για τις δουλειές του σπιτιού)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
'λημοδιώς βουφτισ̑άνουν ντη, νύχτα χαλάν-νει
(Ολημερίς το έχτιζαν, το βράδυ γκρεμιζόταν)
Σίλ.
-ΚΜΣ-CD
Ελ'μεριώς χτίνισ̑καν, νύχτα χάλανεν
(Το ίδιο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ολημεριάς εχτίνισκαν, τη νύχτα απιχαλάνει
(το ίδιο)
Τελμ.
-Αλεκτ.Άσμ.
Ολημεριώς το χτίνανε, κάθε βράδυ χαλούνταν
(Ολημερίς το έχτιζαν, κάθε βράδυ χαλούσε)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Τραγ.
Συνών.
ολημερινό, ολημερινώς
2. Νωρίς το πρωί, ξημερώματα
Αραβαν., Σίλ.
:
Σ̑ήμερι πολύ λημοριώς σ'κώσ'κα
(Σήμερα σηκώθηκα πολύ νωρίς)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
έρκεντεν, σαμπαχτάν