εικοσάρι
(ουσ. ουδ.)
εικουσάρι
[ikuˈsari ]
Φάρασ.
εικοσ̑άρ’
[ikoˈʃar ]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φλογ.
Νεότ. ουσ. εἰκοσάρι (βλ. Λεξ. Σομ., λ. κοσάρι), το οπ. από το αριθμ. εἰκοσι και το παραγωγ. επίθμ. -άρι.
Νόμισμα αξίας είκοσι παράδων, ισότιμο με μισό γρόσι
ό.π.τ.
:
Πάλι δώκεν ντο ένα εικοσ̑άρ’ αλτίν
(πάλι του έδωσε ένα χρυσό εικοσάρι )
Φλογ.
-Dawk.
Συνών.
αχτσά