ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εικοσάρι (ουσ. ουδ.) εικουσάρι [ikuˈsari ] Φάρασ. εικοσ̑άρ’ [ikoˈʃar ] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φλογ. Νεότ. ουσ. εἰκοσάρι (βλ. Λεξ. Σομ., λ. κοσάρι), το οπ. από το αριθμ. εἰκοσι και το παραγωγ. επίθμ. -άρι.
Νόμισμα αξίας είκοσι παράδων, ισότιμο με μισό γρόσι ό.π.τ. : Πάλι δώκεν ντο ένα εικοσ̑άρ’ αλτίν (πάλι του έδωσε ένα χρυσό εικοσάρι ) Φλογ. -Dawk. Συνών. αχτσά