εμπρινά
(επίρρ.)
ομbρινά
[ombriˈna]
Γούρδ.
Από το επίθ. εμπρινός, όπου και τύπ. ομbρινός, και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Σε μπροστινό σημείο
Γούρδ.