ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εμπυρίζω (ρ.) 'μbυρίζω [mbiˈrizo] Φάρασ. Παρατατ. 'μbυρίσκα [mbiˈriska] Φάρασ. Αόρ. 'μbύρτσα [ˈbirtsa] Φκόσ. Προστ. Εν. μbύρ' [bir] Φάρασ. Aπό το μεταγν. ρ. ἐμπυρίζω. Ο τύπ. μπυρίζω μεσν.
1. Μτβ. και αμτβ., ανάβω, πυρώνω ό.π.τ. : 'μbύρ' τον φούρνο (Άναψε το φούρνο) Φάρασ. -Ανδρ. Ούλτσαν τα σίχε τζαι τα μακρέ του τα τσάρε, τζαι 'σου να γρέπ' 'μbυρίστη (Πήραν φωτιά οι πυκνές και μακριές του τρίχες, και ως που να δεις πυρακτώθηκε) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Ασμ. 'μbύρ’ το φούρνον τζ̑αι πούdζ̑ε με α χρεία
για ’πόψα πααίνω σην Ε-Σοφία
( Άναψε τον φούρνο και φτιάξε μου τις προμήθειες
γιατί απόψε θα πάω στην Αγία Σοφία)
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
Συνών. καίω
2. Μτφ., στεναχωριέμαι υπερβολικά Φάρασ. : Κάγαμε τσαι 'μbυρίσταμε (Καήκαμε και (από τον καημό) πυρώσαμε) Φάρασ. -Ανδρ.
3. Πυροβολώ Φάρασ. : 'σου ν'τα 'μbυρίσουμε, δώκαν 'αλία (Όταν ήταν να τους πυροβολήσουμε, (πρόλαβαν και) φώναξαν) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. δίνω, συραίνω