ένας (I)
(αριθμ.)
ένας
[ˈenas]
Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
εις
[is]
Σίλ.
ειζ
[iz]
Σίλ.
γεις
[ʝis]
Ανακ., Σίλ.
Θηλ.
μία
[ˈmia]
Ανακ., Σινασσ., Φάρασ.
μιά
[mɲa]
Ανακ., Αξ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
εμιά
[eˈmɲa]
Ανακ., Αραβαν.
ιμιά
[iˈmɲa]
Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ., Φλογ.
ιμιάς
[imˈɲas]
Ουλαγ.
νια
[ɲa]
Σίλ.
Ουδ.
ένα
[ˈena]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ.
'να
[na]
Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ.
α
[a]
Φάρασ.
αν
[an]
Φάρασ.
αμ
[am]
Φάρασ.
έινα
[ˈeina]
Φκόσ.
τὄνα
[ˈtona]
Αφσάρ., Καππ.
τὄναν
[ˈtonan]
Αξ., Ουλαγ.
τἔνα
[ˈtena]
Σίλ.
τόινα
[ˈtoina]
Φάρασ.
ντόινα
[ˈdoina]
Φάρασ.
τἔινα
[ˈteina]
Αφσάρ.
Γεν.
ενανού
[enaˈnu]
Ανακ.
ένανος
[ˈenanos]
Ουλαγ.
τενού
[teˈnu]
Αξ.
ντόνους
[ˈdonus]
Αξ.
τὀνανού
[tonaˈnu]
Ανακ., Ουλαγ., Φλογ.
τὄνανου
[ˈtonanu]
Ουλαγ.
τοὐνανού
[tunaˈnu]
Σίλατ.
τὄνανος
[ˈtonanos]
Ουλαγ.
Πληθ.
τἄινα
[ˈtaina]
Αφσάρ.
Από τα αρχ. αριθμ. εἷς, μία, ἕν. Ο τύπ. μια ηδη μεσν. Ο τύπ. ουδ. ένα ήδη μεταγν., από το αρχ. ουδ. ἕν αναλογ. προς τον αρσεν. ἕνας (Χατζιδάκις ΜΝΕ Β΄, 13) ή την αιτιατ. ἕνα του αρσεν. εἷς. Ο τύπ. γεις ήδη μεσν., με ανάπτ. αρκτ. [ʝ] κατά την συμπροφ. με τύπ. που έληγαν σε φωνήεν. Ο τύπ. ιμιά από το μια με προθετ. ι- λόγω συνεκφοράς με το άρθρ. η. Ο τύπ. ιμιάς με τελικό -ς αναλογ. κατά άλλα χρον. επίρρ. Ο τύπ. 'να με αποβολή του αρκτ. φων. αρχικώς όταν η επόμενη λέξη έληγε σε φωνήεν. Ο τύπ. α λόγω εσφαλμένης κατάτμησης λόγω συνεκφ. με το γ΄ εν. ρ. που έληγε σε -ν. Η φρ. τὄνα τὄνα από την τουρκ. φρ. bir birini = ο ένας τον άλλο (πβ. το φαρασιώτικο πίρπιριν-να̈́ = ο ένας τον άλλο, στο Αναστασιάδης 1976: 157). Η φρ. το ένα από την τουρκ. φρ. bir de. Η φρ. ένα πολλά από την τουρκ. φρ. bir çok. Η φρ. έν-να ένα χόσ' πιθ. δάν. από την τουρκ. φρ. bir hoş olmak.
1. Ποσότητα μονάδας, σε αντιδιαστολή προς δύο ή περισσότερες
ό.π.τ.
:
Ήσανdε οφτά αποί, ήτουνε τσ̑αι το ένα κονdούρα
(Ήτανε επτά αλεπούδες, και η μία είχε κοντή ουρά)
Φάρασ.
-Dawk.
Ρώζ' μου άλλη μιά λίρα κι να σου ειπώ άλλου ένα γκαλαdζ̑ί
(Δώσ' μου ακόμα μιά λίρα και θα σου πω ακόμα μιά κουβέντα)
Σίλ.
-Dawk.
Λέν' ντα μιά, λέν ντα ντυό φοράς
(Το λένε μιά, το λένε δυό φορές)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Και πέρασε ένα μέρα
(Και πέρασε μία μέρα)
Τελμ.
-Dawk.
Έινα σαχάτι 'στέρου
(Μία ώρα μετά)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
A 'βντομάδα γατάρ τζ̑ο πόρκαν να βγουν 'σ' το σπήου όξου
(Περίπου για μία εβδομάδα δεν μπορούσαν να βγουν έξω από την σπηλιά)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Ένα πένdε
(Μία πεντάδα)
Φάρασ.
-Ανδρ.
"Σ' ένα γιάν' τσείει άλλ' 'να», είπαν ντα ντυο νέτσις
("Σ' ένα μέρος υπάρχει άλλη μία», του είπαν οι δυο γυναίκες)
Τσαρικ.
-Καραλ.
|| Φρ.
Ούλα μας νιοδούμιστι ένα
(Όλοι μας γινόμασταν ένα˙ όλοι μας γινόμασταν ένα αδιάσπαστο σύνολο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ιτσ̑ά ούλ-λα ένα 'νdαι
(Αυτοί όλοι ένα είναι˙ όλοι αυτοί ίδιοι είναι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Κι ένα παίρ' το και πά'
(Κι ένα το παίρνει και πηγαίνει˙ Αμέσως το παίρνει και φεύγει)
Ανακ.
-Cost.
Πεερά και νύφ' έν-ναν ένα
(Πεθερά και νύφη γίναν ένα˙ όταν συμφωνούν δύο, θεωρητικά, αντίπαλοι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ένα πολλά όργατα
(Ένα πολλά έργα˙ πάρα πολλές δουλειές)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Παροιμ.
Αν καμ' Απρίλης δυό βροχές και Μάης άλλη μία, θα 'ν' το ψωμί σου π'σιφορά και το κρασί σου νάμα
(Αν κάνει ο Απρίλης δυο βροχές και ο Μάιος μία, θα 'ναι το ψωμί σου προσφορά και το κρασί σου νάμα˙ κατά την διάρκεια αυτών των μηνών η βροχή θεωρείται ευεργετική για τις σπορές)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Όλες τες ώρες ένα τις πιάνεις
(Όλες οι ώρες για σένα είναι το ίδιο˙ όταν δεν διαφοροποιεί κάποιος τις διαφορετικές απαιτήσεις της κάθε περίστασης)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Μάνα με τέσσερα παιδιά και μία θυγατέρα
(Μάνα με τέσσερις γιους και μία κόρη)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
μπιρ
2. (σε συνδυασμό με το οριστ. άρθρ.) ως τακτικό αριθμητικό σε ημερομηνίες
Φάρασ.
:
Tου Μάρτη τὄινα
(1η Μαρτίου)
Φάρασ.
-Ανδρ.
3. Επίρρ., μόνον
Ανακ.
:
Ένα ση Φλοητά θέριζαν άντρες
(Μόνο στα Φλογητά θέριζαν οι άντρες)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
γιάλινιζ, μοναχά, μόνο :1, τσίχλα
4. Το θηλ. ως επίρρ., μία φορά
:
Εμιά μοναχό
(Μια φορά μόνο)
Ουλαγ., Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το 'μο μάνα μ' ιμιάς με γένν'σε
(Η μάνα μου μιά φορά με γέννησε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Φουσά κι μιά ασ' τ’ άλλο το ταράφ’
(Φυσά άλλη μία φορά προς την άλλη μεριά)
Φλογ.
-Dawk.
5. Το θηλ. σε αιτ. ή γεν. ως επίρρ. προτρεπτικό, λίγο, απλώς, για
Ουλαγ., Ποτάμ., Τελμ., Φλογ.
:
Σέμα μιά εδώ πέρα
(Έλα λίγο εδώ πέρα)
Φλογ.
-Dawk.
Πήγαινε ιμιά να ιδούμε
(Απλώς πήγαινε και θα δούμε)
Ποτάμ.
-Dawk.
Δείξε με το· ας 'ο τρανήσω ιμιά
(Δειξ' το μου, απλώς να το δω)
Φλογ.
-Dawk.
Ράα μιά!
(Ρίξε μιά ματιά! Κοίτα λίγο!)
Μισθ.
-Φατ.
Τρανάς ένα μήλου· οπ' τουν γκόλφου σου ξεβάν-νεις τα, τρανάς τα μιά, πάλ' μπάν-νεις τα
(Κοιτάζεις ένα μήλο· το βγάζεις απ' την τσέπη σου, το βλέπεις μιά φορά, πάλι το βάζεις μέσα)
Σίλ.
-Dawk.
Σήκω ιμιάς, πορπάντα
(Για σήκω, περπάτα!)
Ουλαγ.
-Dawk.
Βάιζ' με ιμιά, ας πάγω και ας έρτω
(Για λύσε με, ας πάω και ας επιστρέψω)
Γούρδ.
-Dawk.
Τι γέν'; Ισ̑ύ ιμιάς λάλ'
(Τι γίνεται; Απλώς πες μου)
Ουλαγ.
-Dawk.
6. Στον ουδ. τύπο αντί περιληπτικών
Φάρασ.
:
|| Φρ.
Ένα δέκα
(Ένα δέκα˙ μιά δεκαριά)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Ένα είκοσι
(Ένα είκοσι˙ μιά εικοσαριά)
Φάρασ.
-Ανδρ.
7. Σε φρ. που δηλώνουν ποσότητα
:
|| Φρ.
Ένα κοκκί
(Ένας κόκκος˙ λίγο)
Αξ.
-Μαυροχ.
Ένα ψ̑ίγ'
(Ένα ψίχουλο˙ συνών. με την προηγ.)
Αξ.
-Μαυροχ.
Ένα κριζ̑ί
(Ένα τσαμπί σταφύλι˙ συνών. με την προηγ.)
Αξ.
-Μαυροχ.