ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ένας (I) (αριθμ.) ένας [ˈenas] Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. εις [is] Σίλ. ειζ [iz] Σίλ. γεις [ʝis] Ανακ., Σίλ. Θηλ. μία [ˈmia] Ανακ., Σινασσ., Φάρασ. μιά [mɲa] Ανακ., Αξ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. εμιά [eˈmɲa] Ανακ., Αραβαν. ιμιά [iˈmɲa] Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ., Φλογ. ιμιάς [imˈɲas] Ουλαγ. νια [ɲa] Σίλ. Ουδ. ένα [ˈena] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ. 'να [na] Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ. α [a] Φάρασ. αν [an] Φάρασ. αμ [am] Φάρασ. έινα [ˈeina] Φκόσ. τὄνα [ˈtona] Αφσάρ., Καππ. τὄναν [ˈtonan] Αξ., Ουλαγ. τἔνα [ˈtena] Σίλ. τόινα [ˈtoina] Φάρασ. ντόινα [ˈdoina] Φάρασ. τἔινα [ˈteina] Αφσάρ. Γεν. ενανού [enaˈnu] Ανακ. ένανος [ˈenanos] Ουλαγ. τενού [teˈnu] Αξ. ντόνους [ˈdonus] Αξ. τὀνανού [tonaˈnu] Ανακ., Ουλαγ., Φλογ. τὄνανου [ˈtonanu] Ουλαγ. τοὐνανού [tunaˈnu] Σίλατ. τὄνανος [ˈtonanos] Ουλαγ. Πληθ. τἄινα [ˈtaina] Αφσάρ. Από τα αρχ. αριθμ. εἷς, μία, ἕν. Ο τύπ. μια ηδη μεσν. Ο τύπ. ουδ. ένα ήδη μεταγν., από το αρχ. ουδ. ἕν αναλογ. προς τον αρσεν. ἕνας (Χατζιδάκις ΜΝΕ Β΄, 13) ή την αιτιατ. ἕνα του αρσεν. εἷς. Ο τύπ. γεις ήδη μεσν., με ανάπτ. αρκτ. [ʝ] κατά την συμπροφ. με τύπ. που έληγαν σε φωνήεν. Ο τύπ. ιμιά από το μια με προθετ. ι- λόγω συνεκφοράς με το άρθρ. η. Ο τύπ. ιμιάς με τελικό αναλογ. κατά άλλα χρον. επίρρ. Ο τύπ. 'να με αποβολή του αρκτ. φων. αρχικώς όταν η επόμενη λέξη έληγε σε φωνήεν. Ο τύπ. α λόγω εσφαλμένης κατάτμησης λόγω συνεκφ. με το γ΄ εν. ρ. που έληγε σε . Η φρ. τὄνα τὄνα από την τουρκ. φρ. bir birini = ο ένας τον άλλο (πβ. το φαρασιώτικο πίρπιριν-να̈́ = ο ένας τον άλλο, στο Αναστασιάδης 1976: 157). Η φρ. το ένα από την τουρκ. φρ. bir de. Η φρ. ένα πολλά από την τουρκ. φρ. bir çok. Η φρ. έν-να ένα χόσ' πιθ. δάν. από την τουρκ. φρ. bir hoş olmak.
1. Ποσότητα μονάδας, σε αντιδιαστολή προς δύο ή περισσότερες ό.π.τ. : Ήσανdε οφτά αποί, ήτουνε τσ̑αι το ένα κονdούρα (Ήτανε επτά αλεπούδες, και η μία είχε κοντή ουρά) Φάρασ. -Dawk. Ρώζ' μου άλλη μιά λίρα κι να σου ειπώ άλλου ένα γκαλαdζ̑ί (Δώσ' μου ακόμα μιά λίρα και θα σου πω ακόμα μιά κουβέντα) Σίλ. -Dawk. Λέν' ντα μιά, λέν ντα ντυό φοράς (Το λένε μιά, το λένε δυό φορές) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Και πέρασε ένα μέρα (Και πέρασε μία μέρα) Τελμ. -Dawk. Έινα σαχάτι 'στέρου (Μία ώρα μετά) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 A 'βντομάδα γατάρ τζ̑ο πόρκαν να βγουν 'σ' το σπήου όξου (Περίπου για μία εβδομάδα δεν μπορούσαν να βγουν έξω από την σπηλιά) Φάρασ. -Αναστασ. Ένα πένdε (Μία πεντάδα) Φάρασ. -Ανδρ. "Σ' ένα γιάν' τσείει άλλ' 'να», είπαν ντα ντυο νέτσις ("Σ' ένα μέρος υπάρχει άλλη μία», του είπαν οι δυο γυναίκες) Τσαρικ. -Καραλ. || Φρ. Ούλα μας νιοδούμιστι ένα (Όλοι μας γινόμασταν ένα˙ όλοι μας γινόμασταν ένα αδιάσπαστο σύνολο) Μισθ. -Κοτσαν. Ιτσ̑ά ούλ-λα ένα 'νdαι (Αυτοί όλοι ένα είναι˙ όλοι αυτοί ίδιοι είναι) Ουλαγ. -Κεσ. Κι ένα παίρ' το και πά' (Κι ένα το παίρνει και πηγαίνει˙ Αμέσως το παίρνει και φεύγει) Ανακ. -Cost. Πεερά και νύφ' έν-ναν ένα (Πεθερά και νύφη γίναν ένα˙ όταν συμφωνούν δύο, θεωρητικά, αντίπαλοι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ένα πολλά όργατα (Ένα πολλά έργα˙ πάρα πολλές δουλειές) Ουλαγ. -Κεσ. || Παροιμ. Αν καμ' Απρίλης δυό βροχές και Μάης άλλη μία, θα 'ν' το ψωμί σου π'σιφορά και το κρασί σου νάμα (Αν κάνει ο Απρίλης δυο βροχές και ο Μάιος μία, θα 'ναι το ψωμί σου προσφορά και το κρασί σου νάμα˙ κατά την διάρκεια αυτών των μηνών η βροχή θεωρείται ευεργετική για τις σπορές) Σινασσ. -Αρχέλ. Όλες τες ώρες ένα τις πιάνεις (Όλες οι ώρες για σένα είναι το ίδιο˙ όταν δεν διαφοροποιεί κάποιος τις διαφορετικές απαιτήσεις της κάθε περίστασης) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Μάνα με τέσσερα παιδιά και μία θυγατέρα (Μάνα με τέσσερις γιους και μία κόρη) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. μπιρ
2. (σε συνδυασμό με το οριστ. άρθρ.) ως τακτικό αριθμητικό σε ημερομηνίες Φάρασ. : Tου Μάρτη τὄινα (1η Μαρτίου) Φάρασ. -Ανδρ.
3. Επίρρ., μόνον Ανακ. : Ένα ση Φλοητά θέριζαν άντρες (Μόνο στα Φλογητά θέριζαν οι άντρες) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. γιάλινιζ, μοναχά, μόνο :1, τσίχλα
4. Το θηλ. ως επίρρ., μία φορά : Εμιά μοναχό (Μια φορά μόνο) Ουλαγ., Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το 'μο μάνα μ' ιμιάς με γένν'σε (Η μάνα μου μιά φορά με γέννησε) Ουλαγ. -Dawk. Φουσά κι μιά ασ' τ’ άλλο το ταράφ’ (Φυσά άλλη μία φορά προς την άλλη μεριά) Φλογ. -Dawk.
5. Το θηλ. σε αιτ. ή γεν. ως επίρρ. προτρεπτικό, λίγο, απλώς, για Ουλαγ., Ποτάμ., Τελμ., Φλογ. : Σέμα μιά εδώ πέρα (Έλα λίγο εδώ πέρα) Φλογ. -Dawk. Πήγαινε ιμιά να ιδούμε (Απλώς πήγαινε και θα δούμε) Ποτάμ. -Dawk. Δείξε με το· ας 'ο τρανήσω ιμιά (Δειξ' το μου, απλώς να το δω) Φλογ. -Dawk. Ράα μιά! (Ρίξε μιά ματιά! Κοίτα λίγο!) Μισθ. -Φατ. Τρανάς ένα μήλου· οπ' τουν γκόλφου σου ξεβάν-νεις τα, τρανάς τα μιά, πάλ' μπάν-νεις τα (Κοιτάζεις ένα μήλο· το βγάζεις απ' την τσέπη σου, το βλέπεις μιά φορά, πάλι το βάζεις μέσα) Σίλ. -Dawk. Σήκω ιμιάς, πορπάντα (Για σήκω, περπάτα!) Ουλαγ. -Dawk. Βάιζ' με ιμιά, ας πάγω και ας έρτω (Για λύσε με, ας πάω και ας επιστρέψω) Γούρδ. -Dawk. Τι γέν'; Ισ̑ύ ιμιάς λάλ' (Τι γίνεται; Απλώς πες μου) Ουλαγ. -Dawk.
6. Στον ουδ. τύπο αντί περιληπτικών Φάρασ. : || Φρ. Ένα δέκα (Ένα δέκα˙ μιά δεκαριά) Φάρασ. -Ανδρ. Ένα είκοσι (Ένα είκοσι˙ μιά εικοσαριά) Φάρασ. -Ανδρ.
7. Σε φρ. που δηλώνουν ποσότητα : || Φρ. Ένα κοκκί (Ένας κόκκος˙ λίγο) Αξ. -Μαυροχ. Ένα ψ̑ίγ' (Ένα ψίχουλο˙ συνών. με την προηγ.) Αξ. -Μαυροχ. Ένα κριζ̑ί (Ένα τσαμπί σταφύλι˙ συνών. με την προηγ.) Αξ. -Μαυροχ.