εμπροστινινός
(επίθ.)
αbροστσ̑ινινός
[abrostʃiniˈnos]
Σίλ.
Από το μεσν. επίθ. εμπροστινός (< εμπροστά) και το παραγωγ. επίθμ. -ινός.
Μπροστινός
Συνών.
εμπροστινός