εν
(μόρ.)
εν
[en]
Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ.
αν
[an]
Αξ., Αραβαν., Σίλ., Τελμ.
εμ
[em]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. en. Η φρ. εν σονουνdά από το τουρκ. en sonunda.
1. Χρησιμποιείται για τον σχηματ. του υπερθετικού βαθμού
:
Εν το μέγα ένι ο Πέτρης
(Ο πιο μεγάλος είναι ο Πέτρος)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Αν το καλό
(Ο πιο καλός)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ότις ένι 'σ' τε μας εν το παλό
(Όποιος είναι από μας ο πιο παλιός)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
Εμ μπας̑
(Ο πιο κεφάλι˙ πρώτος)
-Dawk.
Εν σονουνdά
(Στο πιο τελικά˙ εντελώς τελικά)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Απερά έπ'κα, απεκεί έπ'κα, εν σονουνdα έμbα ασ' σο τσ̑ούχος απέσω
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
καλά
2. Ως ποσοτικό επίρρημα
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Να 'νοικ' γουί να ξειλήσει ανάου, εν προ 'α 'ξειλήσ' συ
(Αν ανοίξεις λάκκο για να πέσει ένας άλλος, πιο μπροστά θα πέσεις εσύ˙ όποιος ανοίγει τον λάκκο του άλλου πέφτει εκείνος μέσα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ακόμα, πιο, φαζλά :1