καρίστημα
(ουσ. ουδ.)
qαρι̂́στημα
[qaˈrɯstima]
Μαλακ.
Από το ρ. καριστίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ανακάτεμα
Συνών.
καριστούρτημα, κλωθάρισμα :2, κλουφατούρτημα
Τροποποιήθηκε: 30/01/2025