φιρντετζής
(ουσ. αρσ.)
φιρντεdζής
[firdeˈdzis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. firdeci = φοροεισπράκτορας που εισέπραττε τον φόρο επί των ζώων.
Φοροεισπράκτορας που εισέπραττε τον φόρο επί των ζώων
:
Σα ΄ίδε τζ̑αι σα πρόβατα το Μάρτη ερχούτουνε ο φιρντετζής
(Για τα γίδια και τα πρόβατα ερχόταν τον Μάρτη ο φοροεισπράκτορας)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.