φίρκα
(ουσ.)
φι̂́ρqα
[ˈfɯrka]
Φλογ.
φίργα
[ˈfirɣa]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. fırka = φούρκα, φουρκέτα, το οπ. από το μεσν. ουσ. φοῦρκα (< λατιν. furca = α) σταυροειδές όργανο τιμωρίας β) κοντάρι για τη μεταφορά των εφοδίων σε εκστρατεία, βλ. Tzitzilis 1987α: 133).
Οριζόντιο ξύλο που υποβοηθά την περιστροφή μαγγάνου ή αδραχτιού
ό.π.τ.