ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φιριλτάχ (ουσ. ουδ.) φίριλταχ [ˈfiriltax ] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. fırıldak = α) σβούρα β) φτερωτή γ) μτφ., άνθρωπος που αλλάζει συνεχώς γνώμη, όπου και διαλεκτ. τύπ. fırıldah.
Σβούρα Συνών. κλωθάρα :2
Τροποποιήθηκε: 05/06/2025