φιριλτάχ
(ουσ. ουδ.)
φίριλταχ
[ˈfiriltax ]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. fırıldak = α) σβούρα β) φτερωτή γ) μτφ., άνθρωπος που αλλάζει συνεχώς γνώμη, όπου και διαλεκτ. τύπ. fırıldah.
Σβούρα
Συνών.
κλωθάρα :2
Τροποποιήθηκε: 05/06/2025