νίβω
(ρ.)
νίβω
[ˈnivo]
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ.
νίβου
[ˈnivu]
Μισθ.
νίφτω
[ˈnifto]
Αραβαν., Σινασσ., Φλογ.
νίφτου
[ˈniftu]
Σίλ., Φάρασ.
ν̑ίβγου
[ˈɲivɣu]
Σίλ.
Αόρ.
ένιψα
[ʹenipsa]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
έν̑ιψα
[ʹeɲipsa]
Σίλ.
Παθ.
νίβομαι
[ˈnivome]
Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ.
νίβουμαι
[ˈnivume]
Αξ., Σίλατ., Φερτάκ.
νίβουμι
[ˈnivumi]
Μαλακ.
νίβγουμου
[ˈnivɣumu]
Γούρδ.
νιβιέμι
[niˈvʝemi]
Μισθ.
νίφτομαι
[ʹniftome]
Φάρασ.
νίφτουμι
[ʹniftumi]
Φάρασ.
Αόρ.
νίφτα
[ʹnifta]
Μαλακ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
νιφτήχα
[niʹftixa]
Μισθ.
Προστ. Πληθ.
νιφτάτ'
[niˈftat]
Μισθ., Ουλαγ.
Μτχ.
νιφτημένο
[niftiʹmeno]
Ουλαγ.
Από το μεταγν. ρ. νίβω < αρχ. νίπτω.
Πλένω -ομαι, κυρίως για το πρόσωπο
ό.π.τ.
:
Νίβεται τα χέρα τ' και το πρόσωπό τ'
(Πλένει τα χέρια του και το πρόσωπό του)
Φλογ.
-Dawk.
Χελ αόπουρνα ν̑ίβγου λούνου τέκνους μου
(Κάθε πρωί πλένω και λούζω το παιδί μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Του μάνα μ' καλά να του τρανήσ'ς, να του φαγίσ'ς, να του κοιμήσ'ς, να του νίψ'
(Τη μάνα μου καλά να την φροντίσεις, να την ταΐσεις, να την κοιμήσεις, να την πλύνεις)
Μαλακ.
-Dawk.
Xάιντε, νιφτάτ'!
(Άντε, πλυθείτε!)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Νιφτσινόσκαμ' του πρόσ'που μας
(Νίβαμε το πρόσωπό μας)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3
Σηκούσαν το πρωί να πιουν το γάλα τους κι εμείς κόνωσαμ' σα χέρια τα το νερό να νιφτούν
(Σηκώνονταν το πρωί (ενν. οι άντρες) να πιούν το γάλα τους, κι εμείς χύναμε στα χέρια τους το νερό για να πλυθούν)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σάμου σηκουθεί ο πεθερός να κουπώσει νερό σά σ̑έρα του να νιφτεί
(Όταν σηκωθεί ο πεθερός θα ρίξει νερό στα χέρια του να πλυθεί)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Πώτς με δώτσ̑ες σα σ̑έρε μου, τσ̑αι πά 'α νίψω ση χαραή μου;
(Τί μου έδωσες στα χέρια μου, και πώς να πλύνω το πρόσωπό μου;˙ όταν μας δίνουν πολύ λιγότερα από αυτά που χρειαζόμαστε)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Νίφτει το σ̑έρι το σ̑έρι τζ̑αι τα σ̑έρε την χαραγή
(Το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυό το πρόσωπο˙ η συνεργασία είναι απαραίτητη για να υπάρξει καλό αποτέλεσμα)
Φάρασ.
-Λεβίδ.Παροιμ.
|| Ασμ.
Και τα πορπατούν τα νερά χλωρά και χλωριασμένα
Τα νίβονται οι άνιφτοι, πίνουν οι κανωμένοι (Και τα νερά που κυλούν (εδώ) είναι πράσινα και βαλτώδη
Τα λούζονται οι άλουστοι, τα πίνουν οι διψασμένοι) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
Τα νίβονται οι άνιφτοι, πίνουν οι κανωμένοι (Και τα νερά που κυλούν (εδώ) είναι πράσινα και βαλτώδη
Τα λούζονται οι άλουστοι, τα πίνουν οι διψασμένοι) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327