ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νίβω (ρ.) νίβω [ˈnivo] Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ. νίβου [ˈnivu] Μισθ. νίφτω [ˈnifto] Αραβαν., Φλογ. νίφτου [ˈniftu] Σίλ., Φάρασ. νίβγου [ˈɲivɣu] Σίλ. Παθ. νίβομαι [ˈnivome] Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ. νίβουμαι [ˈnivume] Αξ., Σίλατ., Φερτάκ. νίβουμι [ˈnivumi] Μαλακ. νίβγουμου [ˈnivɣumu] Γούρδ. νιβιέμι [niˈvʝemi] Μισθ. νίφτουμι [ʹniftumi] Φάρασ. Αόρ. νίφτα [ʹnifta] Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Τσουχούρ., Φερτάκ. Προστ. Πληθ. νιφτάτ' [niˈftat] Μισθ., Ουλαγ. Μτχ. νιφτημένο [niftiʹmeno] Ουλαγ. Από το μεταγν. ρ. νίβω < αρχ. νίπτω.
Πλένω -oμαι, κυρίως για πρόσωπα ό.π.τ. : Νίβεται τα χέρα τ' και το πρόσωπό τ' (Πλένει τα χέρια του και το πρόσωπό του) Φλογ. -Dawk. Χελ αόπουρνα νίφτου λούνου τέκνους μου (Κάθε πρωί πλένω και λούζω το παιδί μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Xάιντε, νιφτάτ'! (Άντε, πλυθείτε!) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Σηκούσαν το πρωί να πιουν το γάλα τους κι εμείς κόνωσαμ' σα χέρια τα το νερό να νιφτούν (Σηκώνονταν το πρωί (ενν. οι άντρες) να πιούν το γάλα τους, κι εμείς χύναμε στα χέρια τους το νερό για να πλυθούν) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σάμου σηκουθεί ο πεθερός να κουπώσει νερό σά σ̑έρα του να νιφτεί (Όταν σηκωθεί ο πεθερός θα ρίξει νερό στα χέρια του να πλυθεί) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Παροιμ. Νίφτει το χ̇έρι το χ̇έρι τζ̑αι τα χ̇έρε την χαραγή (Το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυό το πρόσωπο˙ η συνεργασία είναι απαραίτητη για να υπάρξει καλό αποτέλεσμα) Φάρασ. -Λεβίδ.Παροιμ. || Ασμ. Και τα πορπατούν τα νερά χλωρά και χλωριασμένα
Τα νίβονται οι άνιφτοι, πίνουν οι κανωμένοι
(Και τα νερά που κυλούν (εδώ) είναι πράσινα και βαλτώδη
Τα λούζονται οι άλουστοι, τα πίνουν οι διψασμένοι)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327