νιαμάς
(ουσ. ουδ.)
νιαμάς
[ɲaˈmas]
Μισθ.
Πιθ. από το τουρκ. ουσ. amaç = στόχος, σκοπός. To αρκτ. ν- είτε λόγῳ συνεκφοράς είτε από την τουρκ. ερωτηματική φρ. ne amaç la? = με ποιο σκοπό;