ντρέπομαι
(ρ.)
ντρέπουμαι
['drepume]
Γούρδ., Σινασσ.
τρέπουμαι
[ˈtrepume]
Σινασσ.
τρέπουμι
['trepumi]
Μαλακ.
Αόρ.
τροπιάστα
[ troˈpçasta]
Μαλακ.
Προστ.
τροπιάστ'
[ troˈpçast]
Μαλακ.
Από το μεσν. ρ. ντρέπομαι, το οπ. από μεταγν. ἐντρέπομαι= σέβομαι, ντρέπομαι
Ντρέπομαι
Συνών.
αγιπλαντίζω, ντροπιάζομαι