ντρέπομαι
(ρ.)
ντρέπουμαι
['drepume]
Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Τροχ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
τρέπουμαι
[ˈtrepume]
Σινασσ.
τρέπουμι
['trepumi]
Μαλακ.
Αόρ.
ντράπα
[ʹdrapa]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. ντρέπομαι, το οπ. από μεταγν. ἐντρέπομαι = σέβομαι, ντρέπομαι.
Ντρέπομαι
:
Σαν δεν ντρέπουνται ένα μούκα!
(Σα δεν ντρέπονται λιγάκι!)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Αρά τζ̑ο πα’αίνω· φοβούμαι, ντρέπουμαι
(Τώρα δεν πάω· φοβάμαι, ντρέπομαι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Το κορίτσ̑' ντρεπούτον, σο μάννα τ' ένα σ̑έι δεν ήλιγεν
(Το κορίτσι ντρεπόταν, δεν έλεγε κουβέντα στη μάνα της)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Το καστρουμέν' κρύφ’ το, ντρέπεται· λέει σο φινάδα τ’, σο αδελφή τ’, και κείνο λέει σο μάνα τ’
(Η έγκυος το κρύβει, ντρέπεται· το λέει στη φιλαινάδα της, στην αδελφή της, και εκείνη το λέει στη μάνα της)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Ντέν ντρεπεσαι, τερμπιεσΰζ, ακούμ' πούρμι να φάει αφέντζη μ' να φάς εσ̑ύ μ';
(Δεν ντρέπεσαι, ανάγωγε, πριν ακόμα να φάει ο αφέντης μου να φάς εσύ;)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ο ασλάνος χολιέστην, σηκώθαν του γουργουρού του τα τσάρε, με ντράπη ν’ τα σπαράξει σο μεντζιλίσι 'πέσου
(Το λιοντάρι θύμωσε, του σηκώθηκαν οι τρίχες της χαίτης του, αλλά ντράπηκε να τον κατασπαράξει μέσα στη συνέλευση των ζώων)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Καλά, είπιν τα, συ χέτς μου τσ̑ό ντρέπισι;
(Καλά, της είπε, εσύ καθόλου δεν ντρέπεσαι;)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
αγιπλαντίζω, ντροπιάζομαι