ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντρέπομαι (ρ.) ντρέπουμαι ['drepume] Γούρδ., Σινασσ. τρέπουμαι [ˈtrepume] Σινασσ. τρέπουμι ['trepumi] Μαλακ. Αόρ. τροπιάστα [ troˈpçasta] Μαλακ. Προστ. τροπιάστ' [ troˈpçast] Μαλακ. Από το μεσν. ρ. ντρέπομαι, το οπ. από μεταγν. ἐντρέπομαι= σέβομαι, ντρέπομαι
Ντρέπομαι Συνών. αγιπλαντίζω, ντροπιάζομαι