νυφιότη
(ουσ. θηλ.)
νυφιότη
[niˈfçoti]
Φερτάκ.
νυφιότ'
[nifˈçot]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλατ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ.
νυφιόσ̑'
[nifˈçoʃ]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ.
νυφάτα
[niˈfata]
Ανακ.
Από το ουσ. νύφη και το παραγωγ. επίθμ. -ότη.
Τα καθήκοντα της νύφης και ειδικότ. η υποχρέωσή της να μη μιλά στα πεθερικά της ή/και στους συγγενείς του γαμπρού
ό.π.τ.
:
Να κρύψει νυφιότ’
(Θα κρατήσει την συνήθεια να μη μιλάει στα πεθερικά)
Αξ.
-Μαυροχ.
Κρύβισκαν νυφιότ’
(Δεν μιλούσαν στα πεθερικά)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Κάνισ̑καν νυφιότ'
(Συμπεριφέρονταν όπως αρμόζει σε μιά νύφη)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κράτανι νυφιότ'
(Τηρούσε τα νυφικά έθιμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
νυφιοσύνη, νυφιότικο