ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νυφιότη (ουσ. θηλ.) νυφιότη [niˈfçoti] Φερτάκ. νυφιότ' [nifˈçot] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλατ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ. νυφιόσ̑' [nifˈçoʃ] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ. νυφάτα [niˈfata] Ανακ. Από το ουσ. νύφη και το παραγωγ. επίθμ. -ότη.
Τα καθήκοντα της νύφης και ειδικότ. η υποχρέωσή της να μη μιλά στα πεθερικά της ή/και στους συγγενείς του γαμπρού ό.π.τ. : Να κρύψει νυφιότ’ (Θα κρατήσει την συνήθεια να μη μιλάει στα πεθερικά) Αξ. -Μαυροχ. Κρύβισκαν νυφιότ’ (Δεν μιλούσαν στα πεθερικά) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Κάνισ̑καν νυφιότ' (Συμπεριφέρονταν όπως αρμόζει σε μιά νύφη) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κράτανι νυφιότ' (Τηρούσε τα νυφικά έθιμα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. νυφιοσύνη, νυφιότικο