ιλύδι
(ουσ. ουδ.)
ιλύδι
[iˈliði]
Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ.
Η λ. απαντά και στον Πόντ. με παρόμοιες σημ., όμως έχει συνταχθεί σε 4 διαφορετικά σημεία του Παπαδόπουλος (1958-1961: λλ. γυλίδιν, ειλίδιν, ιλίδιν, λυγίδιν), όπου προτείνονται διάφορες ετυμολ. Στο λ. ειλίδι προτείνεται η σύναψη με το αρχ. ρ. είλέω = περιστρέφομαι, ουσ. εἰλεός, άποψη η οπ. ανάγεται στον Καρολίδη (1885: 164), βλ. και Tzitzilis (1987α: 42,), ενώ στο λ. λυγίδιν καταγράφεται μάλλον η ορθή ετυμολόγηση, από το ουσ. λυγίδι = ευλύγιστο κλαδί με μετάθ. συλλαβών. Κατά τον Καραποτόσογλου (1990-1991: 279) από αμάρτ. υλίδιον (< αρχ. ὕλη = δάσος, κομμένη ξυλεία). Σύμφωνα με τον Συμεωνίδη (1995: 65) από το ρ. διυλίζω, ενώ ο Τζιτζιλής (1982-1983: 472) συμφωνεί με την ετυμολόγηση του Παπαδόπουλου (1958-1961: λ. λυγίδιν) από το λυγίδι = εύκαμπτος κλάδος, βέργα.
2. Σουβλί
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Νε το κεbάπι κάφτει, νε το ιλύδι
(Ούτε το σουβλάκι καίει, ούτε το σουβλί˙ για όποιον προσπαθεί να τα έχει καλά με όλους, χωρίς να δυσαρεστεί κανέναν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
σουβλί