-άρι (I)
(επίθμ.)
-άρι
[ˈari]
Αξ., Αφσάρ., Γούρδ., Κίσκ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φκόσ.
-άρ'
[ˈar]
Καππ., Σίλ.
-έρι
[ˈeri]
Σινασσ.
-έρ'
[ˈer]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ.
Μεσν. επίθμ. -άρι(ν), το οπ. από το αρχ. υποκορ. επίθμ. -άριον, με εξασθένηση της υποκορ. σημ. ήδη κατά την μεταγν. περίοδο. Ο τύπ. -έρ' με [a > e] λόγω του παρακείμενου υγρού. Βλ. σχετικά Dawkins (1916: 66).
Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία είναι συνών. με την πρωτότυπη λέξη
ό.π.τ.
:
αδελφιδάρι
(ανίψι)
Φάρασ., Μαλακ., Σινασσ.
Βουνάρι
(τοπωνύμιο)
Τροχ.
δονdάρι
(δόντι)
Φάρασ., Αφσάρ., Κίσκ.
ζευγάρι
(ζεύγος)
Μισθ., Τελμ., Αφσάρ.
κενdάρι
(κεντρί μέλισσας)
Μαλακ., Φλογ., Ανακ., Σίλατ.
κοκονάρι
(πετεινός)
Μισθ., Ποτάμ., Ανακ.
λυχνάρι
(λυχνάρι)
Αραβαν., Γούρδ.
μαστάρι
(μαστός)
Μισθ., Μαλακ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ., Αξ., Γούρδ., Ανακ.
στυλάρι
(στήριγμα του μάγγανου)
Φλογ., Αξ.
φεγγάρι
(φεγγάρι)
Μαλακ., Σινασσ., Σίλ., Γούρδ., Τροχ.
Συνών.
-άδα :3, -ούδι :2