αρδέψιμο
(ουσ. ουδ.)
'δρέψιμο
[ˈðrepsimo]
Φάρασ.
'δρέψιμα
[ˈðrepsima]
Φάρασ.
Από το μεσν. επίθ. ἀρδεύσιμος με ουσιαστικoπ. Ο τύπ. 'δρέψιμα αναλογ. προς το θ. 'δρέψιματ- (πβ. δόσιμα στο λ. δόσιμο).